- συοκτόνος
- σῠο-κτόνος, ον,A slaying swine or boars, Call.Dian.216, Nonn. D.1.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συοκτόνος — ον, ΜΑ αυτός που φονεύει αγριόχοιρους ή χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μηλο κτόνος, χοιρο κτόνος] … Dictionary of Greek
συοκτόνον — συοκτόνος slaying swine masc/fem acc sg συοκτόνος slaying swine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συοκτόνε — συοκτόνος slaying swine masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συοκτόνῳ — συοκτόνος slaying swine masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
συοκτονία — ἡ, Α [συοκτόνος] σφαγή χοίρων … Dictionary of Greek